Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

«Η ψυχολογία του φασίστα»...



Ο φασισμός είναι λαϊκισμός -και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός


ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ


Ένα απόσπασμα από την Ιστορία (κωμικοτραγική) του Nεοελληνικού Kράτους όπου «καταγράφει την ιστορία της Ελλάδας από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το 1830 έως και την πτώση της χούντας».

Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός -και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.

Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους. Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα.

Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες. Και τα πλήθη ουρλιάζουν «ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας»! Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη».

Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο. Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη».

Το Φολκσβάγκεν (το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ. Αλλά υπάρχει ακόμα. Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληκτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει. Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός. Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ. Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά.

Κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμό συνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ’ τον καταχτητή που, βέβαια, δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.

Όχι όμως και τους Γερμανούς. Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ’ αυτή των μεσογειακών λαών. Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή.



Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Ραφαηλίδη, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, (Ο ελληνοϊταλικός Πόλεμος της Αλβανίας).




Η Αριστερά και οι κρυμμένες αλήθειες...

Του Διονύση Τσακνή


Ε, λοιπόν, πόσο ειλικρινείς είμαστε και πόσο τάχα να κοστίζει η αλήθεια! Μερικές χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες ψήφων, είναι αρκετοί για να δώσουν ικανοποίηση στα επιτελεία της Αριστεράς, ή μήπως θα χρειαζόταν και το χειροκρότημα των αντιπάλων; «Μια ζωή παλεύουμε για να γίνουμε αρεστοί στα μάτια όσων δεν συμπαθούμε», είχε πει κάποτε ο Τσαρούχης και είχε τελικά δίκιο.

Και τώρα, αφού οι έπαινοι και το χειροκρότημα κόπασαν, δίνοντας τη θέση τους στην αμφισβήτηση, την καχυποψία ή στην καλύτερη των περιπτώσεων στον σκεπτικισμό ήρθε η ώρα να μιλήσουμε όπως μάς ταιριάζει. Η Αριστερά, δεν πρέπει να έχει άλλο λόγο, εκτός απ’ τον καθαρό, τον ευθύ και κυρίως τον ειλικρινή. Και αν φοβάται μήπως με το λόγο της αυτό, φοβίσει τον κόσμο, τότε ούτε Αριστερά είναι, ούτε μας χρειάζεται.

Ας αρχίσουμε απ’ το ΣΥΡΙΖΑ, μια και το μεγαλύτερο ποσοστό κατέγραψε και πρόταση κατέθεσε για μια αριστερή διακυβέρνηση, με ή άνευ εισαγωγικών.
Ας υποθέσουμε πως όλοι στηρίζουμε τις βασικές κατευθύνσεις της πρότασής του, θα μας απαντήσει χωρίς μισόλογα, τι θα γίνει σε μια περίπτωση αποπομπής μας απ’ την Ε.Ε και το ευρώ; Έχει το θάρρος να πει πως ΝΑΙ, σε μια τέτοια περίπτωση, ΜΠΟΡΟΥΜΕ και χωρίς αυτά τα δεκανίκια; Έχει το θάρρος να δηλώσει πως ΣΙΓΟΥΡΑ θα υπάρξει πρόβλημα στα ταμεία του κράτους μέχρι να ισορροπήσει το σύστημα με το όποιο νέο νόμισμα; Έχει τα κότσια να καλέσει το λαό σε μια ΠΕΡΗΦΑΝΗ φτώχεια για κάποιο διάστημα μέχρι, τα διεθνή μας ερείσματα (τα όποια τέλος πάντων υπάρχουν ή θα προκύψουν στην πορεία ) συμβάλλουν κι αυτά, (παράλληλα με τις δικές μας προσπάθειες και ριζικές αλλαγές) στην αποκατάσταση της ντόπιας αγοράς και των διεθνών εμπορικών μας σχέσεων (επάρκεια αγαθών , ενέργεια κλπ). Τολμάει να πει ότι ΔΕΝ φοβάται να χαρακτηριστεί ως το κόμμα της δραχμής, αν τελικά αυτή θα είναι η κατάληξη;

Καταλαβαίνει ο καθένας, πως οι απαντήσεις των στελεχών του  ότι τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί διότι απλούστατα η ΕΕ θα φοβηθεί τους ενδεχόμενους τριγμούς από μια πιθανή αποπομπή της Ελλάδας, δεν είναι παρά, παλιομοδίτικοι και παλαιοκομματικοί βερμπαλισμοί ή ευσεβείς πόθοι. Πρέπει να απαντήσουν στην υποθετική, στην … ακραία έστω, (κατά τη γνώμη τους) περίπτωση μιας πιθανής πτώχευσης, που θα έρθει ως αποτέλεσμα της σθεναρής τους τάχα στάσης απέναντι στους Ευρωπαίους.Τί θλίψη η αποφυγή απαντήσεων σε τόσο κομβικής σημασίας ζητήματα! Οι νέες εκλογές πλησιάζουν και οι απαντήσεις, μάς είναι απαραίτητες. Πολύ φοβάμαι πως δεν θα τις λάβουμε ποτέ.
Ή μήπως είναι ειλικρινής η ΔΗΜΑΡ του κυρίου Κουβέλη; Μέχρι σήμερα το πρωί η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πίστευε ότι θα συναινούσε σε μια κυβέρνηση «εθνικής» ενότητας. Το γεγονός πως εν τέλει αρνήθηκε, σημαίνει άραγε, ότι θα πράξει το ίδιο σε μια αντίστοιχη συνθήκη σε πολύ λίγο διάστημα; Και ακόμα, πώς δεν θα επικαλεστεί το συμφέρον τάχα του τόπου, υποκύπτοντας στις ορέξεις των ευρωπαϊστών συνομιλητών της; Μπορεί να απαντήσει μέχρι πού μπορεί να φτάσει υποχωρώντας διαρκώς, προκειμένου να υπερασπιστεί το ευρώ και την ευρωπαϊκή προοπτική που προτάσσει; Και αν ο δρόμος δείξει (που το δείχνει ήδη) πως η Ευρωπαϊκή αυτή προοπτική σημαίνει περισσότερα δεινά και φτώχεια, θα επιμείνει σ’ αυτή; Είμαι έτοιμος να αναθεωρήσω την άποψή μου πως πρόκειται για έναν μεταμφιεσμένο σοσιαλδημοκράτη ή διαφορετικά για ένα ΠαΣόΚ με πολιτική περιβολή, αν ακολουθήσει άλλον δρόμο.

Και το ΚΚΕ; Είναι αρκετή η δικαίωσή του για τις εκτιμήσεις του γύρω απ’ το ρόλο της ΕΕ και του διεθνούς κεφαλαίου; Είναι αρκετή η συνέπειά του; Συνέπεια σε τι όμως; Συνέπεια στην απομόνωση και στην αποφυγή εμπλοκής, την ώρα που διαμορφώνονται οι συνθήκες προκειμένου να προωθηθούν οι στρατηγικοί του στόχοι; Είναι επιστημονική ( ο Μαρξισμός είναι επιστήμη) η άρνησή του για συνεργασία με τις δυνάμεις των πραγματικά αριστερών συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έχουν κοινούς στόχους; Μπορεί να πει γιατί δεν συμμετέχει σ’ ένα διάλογο έστω, με τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις πέρα απ’ την αστήρικτη άποψη ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε απογοήτευση στους εργαζόμενους; Μια τολμηρή θέση του Β. Ι. Λένιν θυμίζω: «Θα συνεργαζόμουν και με το διάβολο αν χρειαζόταν», αλλά και μια ρήση του Ν. Ζαχαριάδη: «Άλλο συνεργασία και άλλο ενότητα.» Για συνεργασίες μιλάμε λοιπόν, όχι για κομματικούς γάμους.

Η γνώμη του ΚΚΕ είναι πάντα χρήσιμη, γιατί οι αναλύσεις του γύρω απ’ την πολιτική και οικονομική κατάσταση, δεν στερούνται σοβαρότητας. Ας συμμετείχε λοιπόν σ’ ένα διάλογο, πιέζοντας ολοένα και πιο αριστερά τις δυνάμεις που ταλαντεύονται και αν στην πορεία διαπίστωνε (πράγμα σφόδρα πιθανό) ότι η διολίσθηση βρίσκεται προ των πυλών, ας αποχωρούσε, ξεσκεπάζοντας το ρόλο των υποκριτών, έχοντας όμως αποκομίσει την εμπειρία της συνεργασίας και έχοντας ωφεληθεί απ’ την ώσμωσή του και με άλλα στρώματα εργαζομένων.